- ζήτημα
- το (AM ζήτημα) [ζητώ]·1. αυτό το οποίο ζητείται, το αντικείμενο τἡς έρευνας («οὐ ῥᾁδιον ζήτημα» — δεν είναι πράγμα που βρίσκεται εύκολα, Ευρ.)2. αιτία προστριβών, διαφορά, διένεξη («δημιουργεί ζητήματα εκ τού μηδενός» — γεννά αφορμές για αδικαιολόγητες διενέξεις)νεοελλ.1. (νομ.) καθένα από τα ερωτήματα που υποβάλλονται στους ενόρκους και στα οποία πρέπει να απαντήσουν2. φρ. α) «δεν υπάρχει ζήτημα» — δεν αξίζει τον κόπο να γίνεται συζήτηση, δεν υπάρχει πρόβλημαβ) «τό έκανε ζήτημα» — έδωσε σε κάποιο θέμα μεγάλη σημασία(νεοελλ.-μσν.)1. αίτημα2. απόρημα, ερώτημα, πρόβλημα για λύση3. παράκληση, χάρημσν.-αρχ.απαίτηση, αξίωσηαρχ.έρευνα, εξέταση.
Dictionary of Greek. 2013.